Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

familiar stranger

Πώς γίνεται ξένος ένας δικός σου;
πώς γίνεται αυτός που σε έλεγε αγάπη μια ζωή
να σταματά πια να σου μιλά;

Πώς μπορεί το στήθος που έγερνες σταθερά επάνω του
που ήξερες την αφή και τη μυρωδιά του
να κυκλοφορεί σε κάποιου ξένου το σώμα;

Πώς η φωνή που σε καλημέριζε το πρωί
και σε καληνύχτιζε το βράδυ να μη μπορεί πια
να αρθρώσει παρά ένα απόμακρο γεια;

Πώς μπορεί το αίμα των παιδιών σου
να στέλλει το χειρότερο φαρμάκι στην ίδια τη φύση σου;

Τα χέρια που σε χαϊδεψαν πώς έχουν γίνει μαχαίρια
που κόβουν δεσμούς, που σχίζουν καρδιές;

Πώς μπορεί να στριμωχτεί η αγάπη μέσα στο θυμό;
και πώς μαζεύεις δύναμη από τα απομεινάρια της
για να διεξάξεις τον αγώνα που απαιτείται;
τον αγώνα ενάντια στον άνθρωπο σου
και εναντίον του εαυτού σου.

Πώς θα βρεις το σθένος να κάμεις το ένα δυο;
να ονομάσεις δικό μου το δικό μας;
Ποιος θα διεκδικήσει και θα κερδίσει την ιστορία μας
που είναι άρηκτα δεμένη με το κάθε κομματάκι αποκτήματος;

Πώς χωράει ο νους αυτό το εκκωφαντικό σπάσιμο
χωρίς να κλείσει τα αυτιά
και να κατεβάσει τα ρολά;

Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

CUT

Εμείς τα παιδιά του πολέμου
είχαμε στα γυρίσματα της ζωής μας
ένα CUT.
Στην πιο γλυκειά σκηνή,
εκεί που αφεθήκαμε να παρασυρθούμε από το ρόλο,
που πιστέψαμε πως ήταν αληθινός,
CUT.

Κι από τότε προσπαθούμε να αλλάξουμε σκηνικό
να αλλάξουμε έργο
να προσαρμοστούμε.
Κι όλο γυρίζουμε και κοιτάζουμε κρυφά πίσω
για να δούμε τι θα γινόταν αν
πώς θα ήμαστε τώρα αν.

Το κουβαλούμε μαζί μας αυτό το CUT
και τα άπαιχτα σενάρια,
τα προβάλλουμε σαν την αιτία μας
τη δικαιολογία μας και το άλλοθι μας
που είμαστε κάπως
που δεν είμαστε αλλιώς.

Ταρακουνούμαι στη σκέψη ότι
μέσα στη σοφία του μισού μας αιώνα,
έχοντας αναλάβει το ρόλο του σκηνοθέτη,
του συγγραφέα και του σεραριογράφου
παραδίδουμε ανναλλίωτο αυτό το CUT
στα μέλη του δικού μας θιάσου
στα νεαρά και ανυποψίαστα βλαστάρια μας.

Σαν νέοι εισβολείς στην δική τους ισορροπία
τους καλούμε να διαχειριστούν το CUT τους
απροετοίμαστοι και ανεκπαίδευτοι.
Σαν αδιάφοροι δάσκαλοι
δεν τους διδάξαμε
ότι και τα πιο γλυκά σενάρια
τα πιο φαινομενικά σταθερά
ανατρέπονται.

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Good bye bed

Πάει και το κρεβάτι που αγαπήσαμε. Όπου αγαπηθήκαμε για εικοσιπέντε χρόνια. Το κρεβάτι όπου συλλάβαμε τα διαμάντια μας και με βύζαξαν ώρες ατέλειωτες, όπου σβήσαμε το πάθος μας και στεγνώσαμε το δάκρυ μου. Το κρεβάτι όπου σταδιακά προσαρμόσαμε τη στάση του ύπνου μας για να εφαρμόζουν όλες οι γωνιές μας, για να ζεσταίνω τα κρύα μου πόδια το χειμώνα, να νιώθω την αναπνοή σου στο σβέρκο όλες τις εποχές και να ηρεμώ στην ασφάλεια της αγάπης σου. Το κρέβάτι που άκουσε τους αναστεναγμούς μας, το κλάμα των παιδιών μας και το δικό μας. Που ήταν μάρτυρας των πιο γλυκών μας εξομολογήσεων και των πιο πικρών μας παραπόνων, των πιο σκληρών μας λόγων. Που άντεξε ατέλειωτες και ατέρμονες συζητήσεις και είδε τον καυγά μας να κορυφώνεται σε πόνο και σε δίψα για νέα ένωση. Απόλαυσε μαζί μας τη γλυκειά γεύση της συμφιλίωσης και του σμιξίματος μετά την πίκρα. Χαλάρωσε και υποχώρησε μαζί μας στις περιποιήσεις. Απορρόφησε κρυφά στις δυο του άκρες ανέκφραστα όνειρα, καϋμούς, κρυφές σκέψεις και βουβό κλάμα. Έγινε κοινωνός αίματος, σπέρματος, δακρύών και ιδρώτα.
Το γήπεδο μας, ο κήπος μας, η αρένα μας, η φωλιά μας, αντικαταστάθηκ με νέας τεχνολογίας φρέσκο κεβάτι χωρίς βεβαρημένο ιστορικό, με λευκό ποινικό μητρώο, έτοιμο να στηρίξει, να ξεκουράσει και να ακούσει νέες ιστορίες.
Κι εσύ λείπεις.

Πέταξε το

το δέντρο της ζωής μας έπιασε ψώρα.
σαν τις τριανταφυλιές του κήπου μας
που ψέκαζε κάθε τέτοια εποχή ο χαραλάμπης
με υπομονή και με αγάπη
και μας έδιναν ξανά τριαντάφυλλα
γερά, όμορφα, μυρωδάτα.
αλλά εσύ διάλξες να ρίξεις πετρέλαιο στη ρίζα.
δεν έμαθες ποτέ να ξεχωρίζεις τα ζιζάνια και τα παράσιτα
ούτε το κλίμα που τα βοηθά να ευδοκιμούν.

Σάββατο 6 Μαρτίου 2010

apwleia

απώλειες που κρατούν ένα κομμάτι της ψυχής μας μαζί τους
και μας αφήνουν λίγο κουτσουρεμένους από ψυχή να κυκλοφορούμε
με τη σκιά μόνο του μέρους που λείπει.
θέλει σκύψιμο η σκιά από πάνω της για να ζεστάνει
να μη μπάζει νερά να μη φυσά να μη φουρτουνιάζει
παρά μόνο να αντανακλά με θαμπά αλλά γλυκά χρώματα
την ανάμνηση.